Φίλες και φίλοι αποφάσισα να αναρτήσω και την 7η συνέχεια του «Η ΑΝΗΦΟΡΑ»εδώ γιατί απλώς έτσι μου βγήκε και δεν μπορούσα να πάω ενάντια στην ίδια μου την θέληση. Ελπίζω ότι θα με συγχωρήσετε για την μη τήρηση των όσων είχα αναφέρει στην προηγούμενη μου ανάρτηση.
__________________________________________________________________________
__________________________________________________________________________
Αυτό το «Ω!
γλυκιά μου!» που σαν αναστεναγμός βγήκε από το στόμα του Κώστα καθώς έβλεπε
να ορθώνεται από πάνω του το ολόγυμνο θηλυκό κορμί, ίσως να ήταν αρχή όσων θα
ακολουθούσαν. ‘Ίσως! Γιατί εδώ όλα ήταν πιθανά και όλα απίθανα. Εκείνη τον άκουσε και χαμογελώντας, έσκυψε
και πολύ απαλά ακούμπησε τα χείλη της πάνω στα δικά του. Τα γέρικα στεγνά του
χείλη.
Κάτι όμως σε αυτήν την επαφή
γέννησε μέσα του έναν άλλον άνθρωπο. Έναν άλλον άντρα που παρά τις δυσκολίες
των αρθρώσεων του, κατάφερε σηκώνοντας τα χέρια να τραβήξει το νεανικό σφριγηλό
κορμί πάνω του. Ένιωθε τον πόθο του να ξεπερνάει το φράγμα των γηρατειών και να
απαιτεί την ολοκλήρωση αυτού του απρόσμενου αγκαλιάσματος που τον γέμισε με
αρώματα λουλουδιών.
Η γυμνή γυναίκα που λίγο πριν
είχε θηλάσει το μωρό που ο ίδιος είχε κουβαλήσει
μέχρι εκεί, κάτω από το δέντρο που βγήκε μέσα από το χώμα της ανηφόρας, τώρα πίεζε
τα πλούσια της στήθη στο στέρνο του. Ούτε ο γοητευτικότερος άντρας στον κόσμο να ήτανε.
Μέσα στον παροξυσμό του πάθους
που τον είχε κυριεύσει, ο Κώστας δεν είχε καν αναρωτηθεί ποια ήταν η γυναίκα
αυτή. Πως βρέθηκε εκεί.
Το μόνο που τον ένοιαζε τώρα, ήταν να
ικανοποιήσει το παράφορο του πάθος και να κάνει δικό του το πανέμορφο τούτο πλάσμα
που τον αγκάλιαζε με θέρμη.
Όμως, το δέντρο που τους χάριζε τη σκιά με
τα μακριά πλατύφυλλα κλαδιά του, άρχισε εκείνη την ώρα να βγάζει περίεργους
ήχους από το εσωτερικό του κορμού του.
Ήταν κάτι τριγμοί που
έτσι όπως έφταναν στα αυτιά του Κώστα έμοιαζαν με θυμωμένους λαρυγγισμούς άγνωστου
ζώου. Η γυναίκα δεν έδειχνε να έχει ακούσει τίποτα καθώς τώρα, αφού του είχε
ξεκουμπώσει το πουκάμισο διέτρεχε με τα τροφαντά της χείλη, το άτριχο, γέρικο
δέρμα του στέρνου του.
Ο ήχος από το εσωτερικό του κορμού του δέντρου
που όσο πήγαινε δυνάμωνε, εκμηδένισε κάθε ερωτική διάθεση που είχε γεννηθεί στο γερασμένο κορμί του Κώστα.
Ταυτόχρονα μια κίνηση από δίπλα του, τον
έκανε να γυρίσει το κεφάλι. Είδε ότι και το μωρό που μέχρι εκείνη την ώρα
κοιμόταν, ήταν τώρα ξύπνιο και με τεράστια μάτια κοίταζε το δέντρο που
ορθωνόταν δίπλα τους.
Η γυναίκα, ένιωσε την απώλεια του πάθους
και σήκωσε το κεφάλι. Τον κοίταξε, ύστερα έριξε μια ματιά δίπλα στο μωρό και
χαμογέλασε. Απομάκρυνε το κορμί της από τον Κώστα και ανακάθισε δίπλα του, στο από κλαδιά και φύλλα φτιαγμένο κρεβάτι.
Στράφηκε προς τον κορμό του δέντρου, άπλωσε
το χέρι της και χαϊδεύοντας τον απαλά κάτι του ψιθύριζε. Κάτι που ο Κώστας δεν μπορούσε να ακούσει. Ο
ήχος από μέσα από το δέντρο καταλάγιασε και σιγά- σιγά κόπασε εντελώς. Εκείνη
σηκώθηκε και κάνοντας τον γύρο του κρεβατιού πήγε προς την πλευρά του μωρού.
«Θύμωσε!» είπε
«Ποιος θύμωσε;» ρώτησε εκείνος.
«Η μητέρα μου!» απάντησε
«Μα… μα το δέντρο είναι… είναι μητέρα σου;»
«Σου
φαίνεται παράξενο;» ρώτησε εκείνη και σκύβοντας σήκωσε το μωρό που αναζήτησε
και βρήκε το γυμνό της στήθος αρχίζοντας να θηλάζει σαν πεινασμένο ζωάκι.
«Παράξενο; Ε! Ναι μου φαίνεται παράξενο!
Αλλά εδώ που ειμασ…» Εκείνη τον διέκοψε.
«Καθόλου παράξενο!» είπε εκείνη. «Το δέντρο
είναι μητέρα όλων μας. Όμως έλα! Μόλις
χορτάσει το μωρό πρέπει να φύγετε. Τώρα!»
Το «τώρα» το είπε με
ολοφάνερα επιτακτικό ύφος.
Εκείνος ανακάθισε.
Προσπάθησε να σηκωθεί αλλά τα πόδια του δεν τον βοήθησαν. Ίσως η ένταση που του
προκάλεσε ο ερωτικός πόθος να τον κούρασε. Με μια δεύτερη προσπάθεια τα
κατάφερε.
Στάθηκε όρθιος. Κούμπωσε
το πουκάμισο του. Τώρα ντρεπόταν να αφήνει να φαίνεται το χλωμό ζαρωμένο δέρμα
του στέρνου του.
Η γυναίκα παρακολουθούσε με προσοχή κάθε
κίνηση του και όταν τον είδε ότι είχε σταθεί κανονικά στα πόδια του, άπλωσε τα
χέρια και του έδωσε το μωρό την ίδια στιγμή που το παράξενο φως που φώτιζε τον
χώρο άρχισε να τρεμοπαίζει έντονα.
«Τι είναι;» τραύλισε ο Κώστας ενώ το μωρό
έβαλε τα κλάματα.
«Πρέπει να φύγετε αμέσως. Αλλιώς.... θα το
δεις μπροστά σ…»
Δεν τέλειωσε την φράση
της καθώς το φως που φώτιζε διαρκώς τον τόπον αυτόν έσβησε. Σκοτάδι. Απόλυτο σκοτάδι.
Ο Κώστας κρατώντας το μωρό, ένιωσε να χάνει
την ισορροπία του καθώς η όραση του είχε συνδεθεί με την στάση του σώματός του.
Άπλωσε το χέρι του προς το σημείο που στεκόταν η γυμνή γυναίκα αλλά δεν την
ακούμπησε. Έκανε ένα δειλό βήμα προς το σημείο όπου βρισκόταν ο κορμός του
μεγάλου δέντρου. Αλλά ούτε εκεί υπήρχε τίποτα.
Ένας αέρας σηκώθηκε. Κρύος αέρας που όμως…..
«Δεν είναι δυνατόν!» είπε φωναχτά ο Κώστας κι έσφιξε στην αγκαλιά του το μωρό. Ο άνεμος που του χάιδευε τα αυτιά, ψιθύριζε:
« Ω ω
ω! Γλυκιάαα μουουου!»
Το μωρό φοβισμένο,
κουνούσε τα χεράκια και τα ποδαράκια του.
«Γλυκιάααα μου ουουου!» επαναλάμβανε ο
άνεμος γύρω του.
«Με κοροϊδεύει κι ο αέρας
τώρα!» μονολόγησε
Ο Κώστας προσπάθησε να κάνει ένα βήμα προς
το σημείο όπου υπολόγιζε ότι συνέχιζε η ανηφόρα.
«Μα μητέρα της το δέντρο; Θύμωσε το δέντρο;»
αναρωτήθηκε.
Ήξερε πάντως ότι δεν θα
μπορούσε να συνεχίσει μέσα σε αυτό το απόλυτο σκοτάδι και μάλιστα με το μωρό
στην αγκαλιά.
Μετά το πρώτο βήμα στάθηκε. Ο άνεμος που ψιθύριζε ή που του φάνηκε ότι
ψιθύριζε σταμάτησε να φυσάει. Έκανε το δεύτερο βήμα. Ένιωσε ότι ανέβαινε. «Δε πα να χει σκοτάδι! Έτσι κι αλλιώς ένας
είναι δρόμος. Η ανηφόρα.»
Πήρε χωρίς πια να
νοιάζεται αν βλέπει η όχι τον μοναδικό δρόμο που είχε μπροστά του. Μια απόλυτη
σιωπή βασίλευε. Δεν ακούγονταν ούτε τα δικά του βήματα στο χώμα. Δεν τον
ένοιαζε. Απλώς έπρεπε να φτάσει στην κορυφή. Το τι θα γινόταν εκεί, ούτε να το
φανταστεί δεν μπορούσε.
Αλλά δεν είχε και όρεξη
να βρεθεί εκεί από όπου ξεκίνησε, στο πίσω μέρος της λεγόμενης «πιτσαρίας»
ξαπλωμένος στην σειρά με τους άλλους νεκρούς γέροντες.
Το μωρό είχε μάλλον ησυχάσει τώρα. Μα τι
έγινε η γυναίκα;
«Δεν πάει στο διάβολο κι αυτή!» μονολόγησε όταν ένας ήχος που λες
και προερχόταν από τρομπέτα ήχησε στα αυτιά του. Στάθηκε. Προσπάθησε να
καταλάβει αν ο ήχος προερχόταν από τα ίδια του τα αυτιά ή αν ερχόταν από έξω.
Γύρισε δεξιά κι αριστερά το κεφάλι του για
να δει αν υπήρχε διαφορά στην ένταση. Δεν υπήρχε. Όμως…. Εκεί ψηλά..Ναι! Έβλεπε
τώρα ένα φως να τρεμοσβήνει. Το παρακολούθησε.
«Μα ναι!» είπε «Το φως τρεμοσβήνει με τον ρυθμό
του ήχου!»
Ήταν ένα φως που τον
καλούσε. Ένας ήχος που του έλεγε να πάει εκεί. Φως και ήχος του έλεγαν τι να
κάνει. Μα έτσι κι αλλιώς που αλλού
μπορούσε να πάει; Εκεί ψηλά μόνο.
Ξεκίνησε τώρα με μεγαλύτερη
αποφασιστικότητα να προχωρεί γιατί είχε τουλάχιστον έναν ορατό στόχο. Μόλις άρχισε
να κινείται ο ήχος έσβησε με μια νότα που έμοιαζε με λυγμό ή με τελευταία ανάσα. Το
φως όμως τρεμόπαιζε εκεί ψηλά.
Πήρε μια βαθιά ανάσα που του έφερε δυνατό βήχα.
Προσπαθούσε βήχοντας να κρατήσει το μωρό
στην αγκαλιά του. Όταν κάποια στιγμή καταλάγιασε ο γεροντόβηχας, είχε λαχανιάσει
για τα καλά. Έσκυψε, πασπάτεψε μέσα στο σκοτάδι το έδαφος μέχρι να βρει να καθίσει
και σχεδόν αφέθηκε να πέσει στον σκληρό δρόμο της ανηφόρας. Απέθεσε το μωρό δίπλα
του. Ήταν ήρεμο. Μπορεί και να κοιμόταν.
Λύγιζε και τέντωνε τα χέρια του για να τα
ξεκουράσει από το βάρος του μωρού και έμεινε εκεί κοιτάζοντας σαν υπνωτισμένος
το φως που εκεί ψηλά τρεμόπαιζε καλώντας τον ή μήπως απειλώντας τον; Δεν ήξερε
πως του μπήκε τώρα τούτη η σκέψη στο μυαλό.
Είναι δυνατόν ένα φωτάκι
να τον απειλεί; Εκεί που βρισκόταν όμως όλα τα εύρισκε πιθανά. Εδώ φύτρωσε ολόκληρο
δέντρο μέσα από το χώμα μέσα σε λίγα λεπτά
Εδώ, παραλίγο να κάνει έρωτα με μια πανέμορφη γυμνή γυναίκα που είπε ότι ήταν κόρη του δέντρου. Εδώ η ίδια γυναίκα, θήλασε το μωρό που κουβαλούσε εκείνος μέσα στα κουρέλια που το είχε βρει.
Εδώ, παραλίγο να κάνει έρωτα με μια πανέμορφη γυμνή γυναίκα που είπε ότι ήταν κόρη του δέντρου. Εδώ η ίδια γυναίκα, θήλασε το μωρό που κουβαλούσε εκείνος μέσα στα κουρέλια που το είχε βρει.
Άπλωσε τα χέρια προς τα κει που είχε
αφήσει το μωρό. Έπιασε μια άκρη από την στραπατσαρισμένη κουβέρτα που το τύλιγε
και την τράβηξε απαλά προς το μέρος του για να φέρει το μωρό δίπλα του. Όμως η κουβέρτα ήρθε... άδεια. Το μωρό;
Έντρομος από την σκέψη μήπως το βρέφος κύλησε προς τα κάτω,
πετάχτηκε όρθιος αψηφώντας τις επώδυνες διαμαρτυρίες των αρθρώσεων του και άρχισε
μέσα στο σκοτάδι να πηγαινοέρχεται πάνω - κάτω ψάχνοντας στα τυφλά με τις παλάμες
στο χώμα να βρει το μωρό. Όσο περνούσε η ώρα και δεν έβρισκε ίχνος από το μωρό,
άρχισε να πανικοβάλλεται και να βρίζει φωναχτά τον εαυτό του.
«Γερομαλάκα! Το άφησες μόνο του στο σκοτάδι!
Παλιόγερε!» φώναζε.
Όταν οι χτύποι της καρδιάς
του τον ειδοποίησαν ότι δεν ήθελαν και πολύ ακόμη για να τον αποχαιρετίσουν, στάθηκε
εκεί στη μέση του πουθενά κοντανασαίνοντας.
Προσπάθησε - αγνοώντας το δυνατό ντουμ- ντουμ της καρδιάς του – να βρει έναν τρόπο
να δημιουργήσει κάποιου είδους φωτισμό. Έβαλε τα χέρια στις τσέπες του μπουφάν
του. Ήταν όλες άδειες. Ούτε το πορτοφόλι
του υπήρχε ούτε τίποτα άλλο.
Απελπισμένος στριφογύριζε
γύρω από τον εαυτό σαν να εκτελούσε κάποια φιγούρα εξωτικού χορού. Δεν ήξερε τι
να κάνει. Να φύγει προς το φως που αναβόσβηνε; Να μείνει εκεί μέχρι να ξανάρθει
το φως; Κι αν δεν ερχόταν ποτέ; Να αρχισ……
Ένα χέρι ακούμπησε στον ώμο
του.
Τρόμαξε τόσο πολύ που έμεινε
ακίνητος σαν άγαλμα.
Το χέρι τον χτύπησε
φιλικά στην πλάτη και μια φωνή του είπε σχεδόν ψιθυριστά:
«Να!
Πάρε αυτά Κώστα.»
Κάτι μαλακό άγγιξε στο
στέρνο του.
«Κώστααα!» Μα ποιος ήξερε το όνομά του εδώ; Σκέφτηκε
Λύγισε το χέρι του και
το έφερε εκεί στο στήθος. Μια μάζα από πανιά. Τα πανιά του μωρού ήταν εκεί. Το μωρό;
«Άφησε τα πανιά Κώστα δεν τα χρειάζεσαι
πια.» Είπε ψιθυριστά πάλι η φωνή δίπλα του.
«Μα ποιος είσαι; Το μωρό; Που είναι το μωρό;»
Ο άλλος μέσα στο σκοτάδι
δίπλα του άρχισε να γελάει. Γελούσε με την καρδιά του λες και άκουσε το πιο
αστείο ανέκδοτο. Την ίδια ώρα μια σειρά
από έντονες ριπές του αέρα έμοιαζαν να έρχονται από παντού συνοδευόμενες από έναν
ήχο που θύμιζε πολύ τσιτσίρισμα κάρβουνων
που καίγονται και έφεραν ξανά το φως.
Ο Κώστας έκλεισε σφιχτά μάτια του για να
προστατευτεί από την ξαφνική λάμψη. Σιγά- σιγά τα άνοιξε και κοίταξε γύρω του.
Εκεί δίπλα του στεκόταν ένας
νεαρός άνδρας ή έφηβος μάλλον.
Ο ίδιος στην αγκαλιά του κρατούσε μια
αγκαλιά άδεια κουρέλια. Το μωρό είχε χαθεί.
Είχε το μωρό χαθεί;