Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

ΑΝΗΦΟΡΑ Νο 7 [Κοροϊδεύει ο Άνεμος;]

Φίλες και φίλοι αποφάσισα να αναρτήσω και την 7η  συνέχεια  του «Η ΑΝΗΦΟΡΑ»εδώ γιατί απλώς έτσι μου βγήκε και δεν μπορούσα να πάω ενάντια στην ίδια μου την θέληση. Ελπίζω ότι θα με συγχωρήσετε για την μη τήρηση των όσων είχα αναφέρει στην προηγούμενη μου ανάρτηση. 
__________________________________________________________________________


     Αυτό το «Ω! γλυκιά μου!» που σαν αναστεναγμός βγήκε από το στόμα του Κώστα καθώς έβλεπε να ορθώνεται από πάνω του το ολόγυμνο θηλυκό κορμί, ίσως να ήταν αρχή όσων θα ακολουθούσαν.  ‘Ίσως!  Γιατί  εδώ όλα ήταν πιθανά και όλα απίθανα.  Εκείνη τον άκουσε και χαμογελώντας, έσκυψε και πολύ απαλά ακούμπησε τα χείλη της πάνω στα δικά του. Τα γέρικα στεγνά του χείλη. 
    Κάτι όμως σε αυτήν την επαφή γέννησε μέσα του έναν άλλον άνθρωπο. Έναν άλλον άντρα που παρά τις δυσκολίες των αρθρώσεων του, κατάφερε σηκώνοντας τα χέρια να τραβήξει το νεανικό σφριγηλό κορμί πάνω του. Ένιωθε τον πόθο του να ξεπερνάει το φράγμα των γηρατειών και να απαιτεί την ολοκλήρωση αυτού του απρόσμενου αγκαλιάσματος που τον γέμισε με αρώματα λουλουδιών.   
    Η γυμνή γυναίκα που λίγο πριν είχε θηλάσει το μωρό που ο ίδιος  είχε κουβαλήσει μέχρι εκεί, κάτω από το δέντρο που βγήκε μέσα από το χώμα της ανηφόρας, τώρα πίεζε τα πλούσια της στήθη στο στέρνο του. Ούτε  ο γοητευτικότερος άντρας στον κόσμο να ήτανε.
    Μέσα στον παροξυσμό του πάθους που τον είχε κυριεύσει, ο Κώστας δεν είχε καν αναρωτηθεί ποια ήταν η γυναίκα αυτή. Πως βρέθηκε εκεί.
    Το μόνο που τον ένοιαζε τώρα, ήταν να ικανοποιήσει το παράφορο του πάθος και να κάνει δικό του το πανέμορφο τούτο πλάσμα που τον αγκάλιαζε με θέρμη.
    Όμως, το δέντρο που τους χάριζε τη σκιά με τα μακριά πλατύφυλλα κλαδιά του, άρχισε εκείνη την ώρα να βγάζει περίεργους ήχους από το εσωτερικό του κορμού του.
Ήταν κάτι τριγμοί που έτσι όπως έφταναν στα αυτιά του Κώστα έμοιαζαν με θυμωμένους λαρυγγισμούς άγνωστου ζώου. Η γυναίκα δεν έδειχνε να έχει ακούσει τίποτα καθώς τώρα, αφού του είχε ξεκουμπώσει το πουκάμισο διέτρεχε με τα τροφαντά της χείλη, το άτριχο, γέρικο δέρμα του στέρνου του.
    Ο ήχος από το εσωτερικό του κορμού του δέντρου που όσο πήγαινε δυνάμωνε, εκμηδένισε κάθε ερωτική διάθεση που είχε γεννηθεί στο γερασμένο κορμί του Κώστα.
    Ταυτόχρονα μια κίνηση από δίπλα του, τον έκανε να γυρίσει το κεφάλι. Είδε ότι και το μωρό που μέχρι εκείνη την ώρα κοιμόταν, ήταν τώρα ξύπνιο και με τεράστια μάτια κοίταζε το δέντρο που ορθωνόταν δίπλα τους.
    Η γυναίκα, ένιωσε την απώλεια του πάθους και σήκωσε το κεφάλι. Τον κοίταξε, ύστερα έριξε μια ματιά δίπλα στο μωρό και χαμογέλασε. Απομάκρυνε το κορμί της από τον Κώστα και ανακάθισε δίπλα του,  στο από κλαδιά και φύλλα φτιαγμένο κρεβάτι.
    Στράφηκε προς τον κορμό του δέντρου, άπλωσε το χέρι της και χαϊδεύοντας τον απαλά κάτι του ψιθύριζε.  Κάτι που ο Κώστας δεν μπορούσε να ακούσει. Ο ήχος από μέσα από το δέντρο καταλάγιασε και σιγά- σιγά κόπασε εντελώς. Εκείνη σηκώθηκε και κάνοντας τον γύρο του κρεβατιού πήγε προς την πλευρά του μωρού.
    «Θύμωσε!» είπε
    «Ποιος θύμωσε;» ρώτησε εκείνος.
    «Η μητέρα μου!» απάντησε
    «Μα… μα το δέντρο είναι… είναι μητέρα σου;»
    «Σου φαίνεται παράξενο;» ρώτησε εκείνη και σκύβοντας σήκωσε το μωρό που αναζήτησε και βρήκε το γυμνό της στήθος αρχίζοντας να θηλάζει σαν πεινασμένο ζωάκι.
    «Παράξενο; Ε! Ναι μου φαίνεται παράξενο! Αλλά εδώ που ειμασ…» Εκείνη τον διέκοψε.
    «Καθόλου παράξενο!» είπε εκείνη. «Το δέντρο είναι μητέρα όλων μας.  Όμως έλα! Μόλις χορτάσει το μωρό πρέπει να φύγετε. Τώρα!»
Το «τώρα» το είπε με ολοφάνερα επιτακτικό ύφος.
Εκείνος ανακάθισε. Προσπάθησε να σηκωθεί αλλά τα πόδια του δεν τον βοήθησαν. Ίσως η ένταση που του προκάλεσε ο ερωτικός πόθος να τον κούρασε. Με μια δεύτερη προσπάθεια τα κατάφερε.
Στάθηκε όρθιος. Κούμπωσε το πουκάμισο του. Τώρα ντρεπόταν να αφήνει να φαίνεται το χλωμό ζαρωμένο δέρμα του στέρνου του.
    Η γυναίκα παρακολουθούσε με προσοχή κάθε κίνηση του και όταν τον είδε ότι είχε σταθεί κανονικά στα πόδια του, άπλωσε τα χέρια και του έδωσε το μωρό την ίδια στιγμή που το παράξενο φως που φώτιζε τον χώρο άρχισε να τρεμοπαίζει έντονα.
    «Τι είναι;» τραύλισε ο Κώστας ενώ το μωρό έβαλε τα κλάματα.
    «Πρέπει να φύγετε αμέσως. Αλλιώς.... θα το δεις μπροστά σ…»
Δεν τέλειωσε την φράση της καθώς το φως που φώτιζε διαρκώς τον τόπον αυτόν έσβησε. Σκοτάδι. Απόλυτο σκοτάδι.
    Ο Κώστας κρατώντας το μωρό, ένιωσε να χάνει την ισορροπία του καθώς η όραση του είχε συνδεθεί με την στάση του σώματός του. Άπλωσε το χέρι του προς το σημείο που στεκόταν η γυμνή γυναίκα αλλά δεν την ακούμπησε. Έκανε ένα δειλό βήμα προς το σημείο όπου βρισκόταν ο κορμός του μεγάλου δέντρου. Αλλά ούτε εκεί υπήρχε τίποτα.
   Ένας αέρας σηκώθηκε. Κρύος αέρας που όμως…..
    «Δεν είναι δυνατόν!» είπε φωναχτά ο Κώστας κι έσφιξε στην αγκαλιά του το μωρό. Ο άνεμος που του χάιδευε τα αυτιά, ψιθύριζε:
« Ω ω ω! Γλυκιάαα μουουου!»
Το μωρό φοβισμένο, κουνούσε τα χεράκια και τα ποδαράκια του.
«Γλυκιάααα μου ουουου!» επαναλάμβανε ο άνεμος γύρω του.
    «Με κοροϊδεύει κι ο αέρας τώρα!» μονολόγησε
    Ο Κώστας προσπάθησε να κάνει ένα βήμα προς το σημείο όπου υπολόγιζε ότι συνέχιζε η ανηφόρα.
«Μα μητέρα της το δέντρο; Θύμωσε το δέντρο;» αναρωτήθηκε.
Ήξερε πάντως ότι δεν θα μπορούσε να συνεχίσει μέσα σε αυτό το απόλυτο σκοτάδι και μάλιστα με το μωρό στην αγκαλιά.
    Μετά το πρώτο βήμα στάθηκε.  Ο άνεμος που ψιθύριζε ή που του φάνηκε ότι ψιθύριζε σταμάτησε να φυσάει. Έκανε το δεύτερο βήμα. Ένιωσε ότι ανέβαινε. «Δε πα να χει σκοτάδι! Έτσι κι αλλιώς ένας είναι δρόμος.  Η ανηφόρα.»
Πήρε χωρίς πια να νοιάζεται αν βλέπει η όχι τον μοναδικό δρόμο που είχε μπροστά του. Μια απόλυτη σιωπή βασίλευε. Δεν ακούγονταν ούτε τα δικά του βήματα στο χώμα. Δεν τον ένοιαζε. Απλώς έπρεπε να φτάσει στην κορυφή. Το τι θα γινόταν εκεί, ούτε να το φανταστεί δεν μπορούσε.
Αλλά δεν είχε και όρεξη να βρεθεί εκεί από όπου ξεκίνησε, στο πίσω μέρος της λεγόμενης «πιτσαρίας» ξαπλωμένος στην σειρά με τους άλλους νεκρούς γέροντες.
    Το μωρό είχε μάλλον ησυχάσει τώρα. Μα τι έγινε η γυναίκα;
«Δεν πάει στο διάβολο κι αυτή!» μονολόγησε όταν ένας ήχος που λες και προερχόταν από τρομπέτα ήχησε στα αυτιά του. Στάθηκε. Προσπάθησε να καταλάβει αν ο ήχος προερχόταν από τα ίδια του τα αυτιά  ή αν ερχόταν από έξω.
    Γύρισε δεξιά κι αριστερά το κεφάλι του για να δει αν υπήρχε διαφορά στην ένταση. Δεν υπήρχε. Όμως…. Εκεί ψηλά..Ναι! Έβλεπε τώρα ένα φως να τρεμοσβήνει. Το παρακολούθησε.
    «Μα ναι!» είπε «Το φως τρεμοσβήνει με τον ρυθμό του ήχου!»
Ήταν ένα φως που τον καλούσε. Ένας ήχος που του έλεγε να πάει εκεί. Φως και ήχος του έλεγαν τι να κάνει.  Μα έτσι κι αλλιώς που αλλού μπορούσε να πάει; Εκεί ψηλά μόνο.
    Ξεκίνησε τώρα με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα να προχωρεί γιατί είχε τουλάχιστον έναν ορατό στόχο. Μόλις άρχισε να κινείται ο ήχος έσβησε με μια νότα που έμοιαζε με λυγμό ή με τελευταία ανάσα. Το φως όμως τρεμόπαιζε εκεί ψηλά.
    Πήρε μια βαθιά ανάσα που του έφερε δυνατό βήχα. Προσπαθούσε  βήχοντας να κρατήσει το μωρό στην αγκαλιά του. Όταν κάποια στιγμή καταλάγιασε ο γεροντόβηχας, είχε λαχανιάσει για τα καλά. Έσκυψε, πασπάτεψε μέσα στο σκοτάδι το έδαφος μέχρι να βρει να καθίσει και σχεδόν αφέθηκε να πέσει στον σκληρό δρόμο της ανηφόρας. Απέθεσε το μωρό δίπλα του. Ήταν ήρεμο. Μπορεί  και να κοιμόταν.
   Λύγιζε και τέντωνε τα χέρια του για να τα ξεκουράσει από το βάρος του μωρού και έμεινε εκεί κοιτάζοντας σαν υπνωτισμένος το φως που εκεί ψηλά τρεμόπαιζε καλώντας τον ή μήπως απειλώντας τον; Δεν ήξερε πως του μπήκε τώρα τούτη η σκέψη στο μυαλό.
Είναι δυνατόν ένα φωτάκι να τον απειλεί; Εκεί που βρισκόταν όμως όλα τα εύρισκε πιθανά. Εδώ φύτρωσε ολόκληρο δέντρο μέσα από το χώμα μέσα σε λίγα λεπτά 
Εδώ, παραλίγο να κάνει έρωτα με μια πανέμορφη γυμνή γυναίκα που είπε ότι ήταν κόρη του δέντρου. Εδώ η ίδια γυναίκα, θήλασε το μωρό που κουβαλούσε εκείνος μέσα στα κουρέλια που το είχε βρει.

    Άπλωσε τα χέρια προς τα κει που είχε αφήσει το μωρό. Έπιασε μια άκρη από την στραπατσαρισμένη κουβέρτα που το τύλιγε και την τράβηξε απαλά προς το μέρος του για να φέρει το μωρό δίπλα του.  Όμως η κουβέρτα ήρθε... άδεια. Το μωρό;
Έντρομος  από την σκέψη μήπως το βρέφος κύλησε προς τα κάτω, πετάχτηκε όρθιος αψηφώντας τις επώδυνες διαμαρτυρίες των αρθρώσεων του και άρχισε μέσα στο σκοτάδι να πηγαινοέρχεται πάνω - κάτω ψάχνοντας στα τυφλά με τις παλάμες στο χώμα να βρει το μωρό. Όσο περνούσε η ώρα και δεν έβρισκε ίχνος από το μωρό, άρχισε να πανικοβάλλεται και να βρίζει φωναχτά τον εαυτό του.
    «Γερομαλάκα! Το άφησες μόνο του στο σκοτάδι! Παλιόγερε!» φώναζε.
Όταν οι χτύποι της καρδιάς του τον ειδοποίησαν ότι δεν ήθελαν και πολύ ακόμη για να τον αποχαιρετίσουν, στάθηκε εκεί στη μέση του πουθενά κοντανασαίνοντας. 
      Προσπάθησε - αγνοώντας το δυνατό  ντουμ- ντουμ της καρδιάς του – να βρει έναν τρόπο να δημιουργήσει κάποιου είδους φωτισμό. Έβαλε τα χέρια στις τσέπες του μπουφάν του. Ήταν όλες άδειες. Ούτε το πορτοφόλι  του υπήρχε ούτε τίποτα άλλο.
Απελπισμένος στριφογύριζε γύρω από τον εαυτό σαν να εκτελούσε κάποια φιγούρα εξωτικού χορού. Δεν ήξερε τι να κάνει. Να φύγει προς το φως που αναβόσβηνε; Να μείνει εκεί μέχρι να ξανάρθει το φως; Κι αν δεν ερχόταν ποτέ; Να αρχισ……
Ένα χέρι ακούμπησε στον ώμο του.  
Τρόμαξε τόσο πολύ που έμεινε ακίνητος σαν άγαλμα.
Το χέρι τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη και μια φωνή του είπε σχεδόν ψιθυριστά:
    «Να! Πάρε αυτά Κώστα.»
Κάτι μαλακό άγγιξε στο στέρνο του.
«Κώστααα!»  Μα ποιος ήξερε το όνομά του εδώ; Σκέφτηκε
Λύγισε το χέρι του και το έφερε εκεί στο στήθος. Μια μάζα από πανιά. Τα πανιά του μωρού ήταν εκεί.  Το μωρό;
    «Άφησε τα πανιά Κώστα δεν τα χρειάζεσαι πια.» Είπε ψιθυριστά πάλι η φωνή δίπλα του.
    «Μα ποιος είσαι; Το μωρό; Που είναι το μωρό;»
Ο άλλος μέσα στο σκοτάδι δίπλα του άρχισε να γελάει. Γελούσε με την καρδιά του λες και άκουσε το πιο αστείο ανέκδοτο. Την ίδια ώρα  μια σειρά από έντονες ριπές του αέρα έμοιαζαν να έρχονται από παντού συνοδευόμενες από έναν ήχο που θύμιζε πολύ τσιτσίρισμα  κάρβουνων που καίγονται και έφεραν ξανά το φως.
    Ο Κώστας έκλεισε σφιχτά μάτια του για να προστατευτεί από την ξαφνική λάμψη. Σιγά- σιγά τα άνοιξε και κοίταξε γύρω του.
Εκεί δίπλα του στεκόταν ένας νεαρός άνδρας ή έφηβος μάλλον.
    Ο ίδιος στην αγκαλιά του κρατούσε μια αγκαλιά άδεια κουρέλια. Το μωρό είχε χαθεί.
Είχε το μωρό χαθεί;


Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014

ΘΕΛΩ ΝΑ ΕΝΗΜΕΡΏΣΩ




 
Σήμερα θέλω να ενημερώσω τις φίλες και τους φίλους μας ότι την συνέχεια και το τέλος του διηγήματος μου «Η ΑΝΗΦΟΡΑ» θα έχει την καλοσύνη ο φίλος Κώστας Θερμογιάννης όταν το ολοκληρώσω, να το αναρτήσει στον αξιολογότατο διαδικτυακό χώρο τέχνης, λόγου και πολιτισμού: http://tovivlio.net/
Μου κάνει μεγάλη τιμή ο Κώστας με αυτήν του κίνηση και θέλω να τον ευχαριστήσω με όλη μου την καρδιά. 
Καλή αντάμωση λοιπόν εκεί!

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

Η ΑΝΗΦΟΡΑ Νο [6] Οργή και Κλάμα.

     Ο Κώστας πεσμένος στο πάτωμα του εστιατορίου, μετά την φοβερή του έκρηξη και αφού είχε πετάξει ότι είχε βρει πάνω στα τραπέζια που κλώτσαγε με μανία, τώρα καθισμένος στο πάτωμα έκλαιγε γοερά. 
    Η Μαριάνθη είχε σοκαριστεί τόσο πολύ που είχε μείνει ακίνητη χωρίς να ξέρει τι να κάνει. Έβλεπε ανήμπορη τον άνδρα της πεσμένο εκεί χάμω στα πόδια τους  να κλαίει με τόση απελπισία. Ένας κόμπος ανέβαινε στον λαιμό της.  Ήταν φοβερό το θέαμα να βλέπει τα δάκρυά του άντρα της να μουσκεύουν τα μαγουλά του, λες και ήταν  ένα πονεμένο μωρό. Αυτό το απροσδόκητο και θλιβερό θέαμα την παρέλυσε στην κυριολεξία. 
    Ο Αντρέας, έκπληκτος για την χωρίς αιτία κατάντια του παλιού του φίλου, έσκυψε και ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του Κώστα με σκοπό  να τον καθησυχάσει.
Ο μαιτρ που στεκόταν εκεί δίπλα κοιτώντας τους με ύφος αδιάφορο και παγερό, κούνησε με αποδοκιμασία το κεφάλι του.

    Ο Κώστας μόλις ένιωσε το χέρι του Αντρέα πάνω του, σταμάτησε αμέσως το κλάμα. Τίναξε το χέρι από πάνω  του και αρπάζοντας ένα τραπεζομάντηλο από κάποιο τραπέζι εκεί κοντά, έτριψε με μανία το μουσκεμένο του πρόσωπο και ύστερα πέταξε το πανί στον μαιτρ ο οποίος έκανε ένα μικρό σάλτο για το πιάσει στον αέρα. 
    Με μια απότομη κίνηση ο Κώστας τινχτηκε πάνω σαν να είχαν ελατήριο τα πόδια του και στάθηκε όρθιος. Το πρόσωπό του ήταν κατακόκκινο από το κλάμα και το τρίψιμο. 
Αγνόησε όλους τους άλλους που τον κοιτούσαν έκπληκτοι και έκανε ένα βήμα πλησιάζοντας την Μαριάνθη που έτρεμε από ταραχή. 
Την κοίταξε για λίγο κατάματα και ύστερα αργά, πολύ αργά άπλωσε το δεξί του χέρι και το έφερε να ακουμπήσει απαλά στο στήθος της. Το άφησε εκεί. Εκείνη ήταν τόσο σαστισμένη που ούτε καν κουνήθηκε. Ο Κώστας, με την παλάμη του να καλύπτει το στήθος της γυναίκας του, γύρισε, κοίταξε τους άλλους που είδαν το βλέμμα του να έχει αποκτήσει μια ικετευτική έκφραση. Αφού έκανε με τα μάτια του την επίσκεψη στα πρόσωπα των άλλων, επέστρεψε στην Μαριάνθη, της χαμογέλασε με τρυφερότητα, πίεσε ελαφρά το βυζί που από πίσω του βροντοχτυπούσε μια τρομαγμένη καρδιά και είπε:
    «Θέλω γάλα!»
Η σιωπή που ήδη επικρατούσε γύρω του, τώρα είχε αποκτήσει μια σχεδόν απτή υπόσταση. Εκείνος νιώθοντας τον φόβο αλλά και την κατάπληξη που καθρεφτίζονταν στο βλέμμα της γυναίκας του, άφησε το χέρι του να πέσει άτονα, και γυρίζοντας την πλάτη του προς την Μαριάνθη, με κατεβασμένο το κεφάλι άρχισε να κινείται προς την έξοδο του εστιατορίου. 
    Η γυναίκα του, μετά το απίστευτο ξάφνιασμα που την παρέλυσε βλέποντας τον άνδρα της να συμπεριφέρεται σαν ένας άγνωστος παρανοϊκός, ένιωθε τώρα σαν ξύπνησε από έναν λήθαργο ή μάλλον εφιάλτη. 
Τρέχοντας σχεδόν τον πλησίασε και τον έπιασε από το μπράτσο. Εκείνος σταμάτησε. Γύρισε και την κοίταξε.
    «Που πάμε;» ρώτησε
    «Που θέλεις εσύ να πάμε;» είπε εκείνη χαμογελώντας του τρυφερά
    «Θέλω να πάμε σπίτι να ακούσουμε μουσική!» απάντησε εκείνος
Η Μαριάνθη παραξενεύτηκε από την απάντηση του γιατί στα όσα χρόνια ήσανε μαζί, ήξερε πως η μουσική, δεν αποτελούσε κάποια από τις ψυχαγωγικές του προτιμήσεις.
    «Εντάξει πάμε» είπε εκείνη με ένα πλατύ χαμόγελο. «Τι λες, να πούμε και στους άλλους να έρθουν για καφέ;»
Ο Κώστας απλώς σήκωσε τους ώμους του σαν 'λεγε: «Δε με νοιάζει!»
Η Μαριάνθη τότε γύρισε στον Ανδρέα και την Λιάνα και τους είπε χαμογελώντας:
    «Παιδιά, ακολουθήστε μας. Εμείς πάμε σπίτι για να ..βάλουμε λίγη μουσική. Θα ετοιμάσω και καφεδάκι!»
Ο Αντρέας πήγε να φέρει αντίρρηση αλλά η Μαριάνθη με το βλέμμα, του έκανε νόημα να κάνουν αυτό που τους είπε. 
    «Έλα λοιπόν, ξεκλείδωσε το αμάξι να ξεκινήσουμε για το σπίτι.»
    «Να ξεκλειδώσω;» ρώτησε εκείνος με απορία.
Εκείνη έσμιξε για μια στιγμή τα φρύδια, αλλά αμέσως επανέκτησε το χαμόγελο της και του είπε:
    «Μα βέβαια! Αφού εσύ έχεις τα κλειδιά. Εγώ τα δικά μου τα άφησα σπίτι. »
Ο Κώστας έβαλε τα χέρια στις τσέπες του μπουφάν του ψάχνοντας για τα κλειδιά του αμαξιού. Έβγαλε το μπρελόκ το κοίταξε για λίγο και ύστερα άπλωσε το χέρι του στην Μαριάνθη και της το έδωσε λέγοντας:
    «Παρ' τα εσύ. Εγώ δεν ξέρω να οδηγώ... ακόμη!»
Η γυναίκα του παραξενεύτηκε για αυτά που άκουσε, αλλά πιο πολύ την προβλημάτισε το ύφος στα μάτια του άνδρα της. Της θύμισαν αόριστα βλέμμα μικρού παιδιού. 
    «Μα τι είναι αυτά που λες βρε Κώστα! Εσύ είσαι άσσος στο τιμόνι. Ξέχασες πόσες εκδρομές έχουμε πάει και εδώ αλλά και στο εξωτερικό με το αμάξι σε απίθανους δρόμους;»
Στο μεταξύ εκείνη ξεκλείδωσε το αμάξι κάθισε πίσω από το τιμόνι. Έβαλε μπροστά ρίχνοντας μια ματιά στο καθρέφτη  για να δει αν οι άλλοι ήταν κι αυτοί έτοιμοι να την ακολουθήσουν. 
Είδε βέβαια και στην είσοδο του εστιατορίου τον μαιτρ ο οποίος τους παρακολουθούσε. «Μα γιατί χαμογελάει έτσι;» Σκέφτηκε η Μαριάνθη. 
    Βγήκαν στον δρόμο. Ο Κώστας καθόταν στο κάθισμα του συνοδηγού. Φαινόταν ανήσυχος. Είχε τα γόνατα του ενωμένα και οι παλάμες των χεριών σφίγγονταν ανάμεσα στους μηρούς του, λες και φοβόταν κάτι. 
Εκείνη του έριξε μια πλάγια ματιά. 
    «Είσαι καλύτερα τώρα;» ρώτησε
    «Βάλε λίγη μουσική.» είπε εκείνος αντί για απάντηση.
    «Μα γιατί δεν βάζεις μόνος σου;»
    «Γιατί...γιατί....δεν...ξέρω» απάντησε ο Κώστας ντροπιασμένος.
    «Μα με δουλεύεις τώρα!. Είναι δυνατόν; Έχεις το αμάξι αυτό πέντε χρόνια. Και θέλεις να μου πεις πως δεν ξέρεις να βάζεις μουσική αλλά και ούτε και να το οδηγάς; χα χα χα»
Το γέλιο της εκείνο τον ερέθισε σε τέτοιο βαθμό, που βγάζοντας τα χέρια του που τα είχε εκεί στριμωγμένα ανάμεσα στους μηρούς του, άρχισε να χτυπάει με γροθιές το ταμπλό του αμαξιού φωνάζοντας: «Παλιόγερος! Βρωμόγερος!» Ξανά και ξανά. 
    Η Μαριάνθη  ξαφνιάστηκε τόσο πολύ που έκανε μια απότομη στραβοτιμονιά. Για ελάχιστα εκατοστά δεν τράκαρε με ένα φορτηγάκι που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση. 
Εκείνος μετά από λίγα λεπτά και αφού ένιωσε τα χέρια του να πονούν από τα χτυπήματα, σταμάτησε να φωνάζει: «Παλιόγερος! Βρωμόγερος!» . Εσφιξε ξανά τα γόνατά, το ένα δίπλα στο άλλο, έβαλε τις παλάμες ανάμεσα στους μηρούς του πάλι και ήσυχος - ήσυχος είπε:
    «Βάλε μου μουσική!»
Η Μαριάνθη, χωρίς να πει τίποτα πάτησε ένα πλήκτρο στο ραδιόφωνο του αμαξιού, αλλά έπεσε σε ειδησεογραφικό σταθμό. Αυτός τους είχε αποθηκεύσει. Τόσα χρόνια που τον ήξερε ποτέ δεν άκουγε μουσική στο αμάξι. Πάντα άκουγε τις εκπομπές με πολιτικό περιεχόμενο.
Συνέχισε όμως να ψάχνει, ώσπου βρήκε έναν σταθμό που είχε ποπ μουσική. 
    «Σ' αρέσει αυτό;» ρώτησε γυρίζοντας να το κοιτάξει.
Εκείνος δεν μίλησε. Άκουσε για λίγο και μετά είπε:
    «Όχι δε μ' αρέσει. Θέλω να μου βάλεις όπερα. Όπερα θέλω.» Είπε με πείσμα.
Η Μαριάνθη έμεινε με ανοιχτό το στόμα! Κάτι σ' αυτήν την στάση της θύμισε παιδικό πείσμα.
    «Όπερααα; Μα εσύ απεχθάνεσαι την όπερα!»
Εκείνος γύρισε και την κοίταξε. Άπλωσε το αριστερό του χέρι, έπιασε την δεξιά της παλάμη που ήταν πάνω στο τιμόνι και σφίγγοντας την με δύναμη που την πόνεσε της είπε:
    «Άκου να σου πω. Αν εκείνος ο κωλόγερος εκεί στην ανηφόρα απεχθάνεται την όπερα, τότε καλά να πάθει. Εγώ θέλω  όπερα και μάλιστα  με Παβαρότι. Τώρα!»
    «Ποιος κωλόγερος! Ποια ανηφόρα;» ρώτησε η Μαριάνθη προσπαθώντας να οδηγεί τρίβοντας ταυτόχρονα την πονεμένη της παλάμη. 
Εκείνος το μόνο που έκανε ήταν να γελάσει σαρκαστικά και στη συνέχεια να επαναλαμβάνει τραγουδιστά χτυπώντας παλαμάκια: 
    «Θέλω Παβαροτι, θέλω Παβαρότι, θέλω Παβαρότι!»

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ 
   
    


     


Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2014

ΔΕΝ ΘΑ ΕΥΧΗΘΩ ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ! AΛΛΑ ΌΠΩΣ ΛΕΕΙ Ο ΦΙΛΟΣ ΑΡΗΣ ΑΛΜΠΗΣ: «Να Είναι Λίγα και Αβαθή τα Αναπόφευκτα Χαμηλά της Ζωής!»

 
Φίλες και φίλοι μου, πριν από λίγο 2/1/2014 (10:32 πμ) άλλαξα τον τίτλο της ανάρτησης προσθέτοντας μια θαυμάσια φράση που έλαβα από τον εκλεκτό φίλο <b>ΑΡΗ ΑΛΜΠΗ</b>, η οποία στην κυριολεξία με γοήτευσε. Ελπίζω να μην ...θυμώσει που του την έκλεψα.
____________________________________________________________



   Καμιά φορά, που ξυπνάω, μόλις πρωτοφανεί το ροδοκοκκίνισμα των πρώτων ακτίνων του ήλιου στην ανατολή, ασυναίσθητα σκέφτομαι ή λέω μονολογώντας:
     «Μια καινούργια μέρα ξεκινάει! Άντε καλημέρα να έχουμε! »
Όταν όμως καθίσω να σκεφτώ αυτήν την ευχή που κάνω, αντιλαμβάνομαι ότι είναι μια εντελώς λάθος ή τουλάχιστον παιδιάστικη αντίδραση μπρος σε μια αέναη συμπεριφορά του σύμπαντος  ή έστω της απειροελάχιστης γωνιάς του, που καταλαμβάνει το ηλιακό μας σύστημα. 
    Έχοντας δημιουργήσει την ανάγκη στους εαυτούς μας να μετράμε τον χρόνο τεμαχίζοντας τον σε διάφορα σύνολα, υποσύνολα, και υποσύνολα των υποσυνόλων, έχουμε την αίσθηση ότι κάθε μετάβαση από το ένα σύνολο χρονικών στιγμών -που έχουμε ονομάσει, ώρα, μέρα, μήνα, έτος κλπ-  γεννήσαμε την ευκαιρία για ανταλλαγή ευχών, ασπασμών, εορτασμών με φωταψίες, πυροτεχνήματα και μουσικές. 
Αυτές δε οι εκδηλώσεις κορυφώνονται κατά την στιγμή -σύμφωνα με τα όργανα μέτρησης του χρόνου που δημιουργήσαμε-   της μετάβασης από τις προηγούμενες 365 μέρες  που διανύσαμε, στις επόμενες 365 μέρες, το Νέο Έτος,όπως το ονομάζουμε.

   Είναι βέβαια ωραίες αυτές οι στιγμές και μας βγάζουν από μια ρουτίνα, μας κάνουν να ξεχνούμε για λίγο ίσως δυσάρεστα γεγονότα που περάσαμε ή που αναμένουμε να μας βρουν, ανανεώνονται οι ελπίδες μας, για κάτι καλύτερο,  αλλά οι ευχές που ανταλλάσσουμε   - καλή μέρα, καλό μήνα καλή χρονιά  κ.α  -νομίζω ότι είναι σε λάθος βάση αφού δεν υπάρχει νέος χρόνος. 
Το λέω δε αυτό γιατί - κατά την γνώμη μου - δεν λαμβάνουμε υπόψη πως όλοι μας ανεξαιρέτως  βρισκόμαστε  - χωρίς να ξέρουμε πως -μέσα σε κάτι που ονομάσαμε χώρο και πάνω σε έναν  κινούμενο "διάδρομο" που λέγεται χρόνος και πάμε ασταμάτητα μόνο μπροστά.  Είναι δε μια πορεία προς τα μπρος που δεν μπορούμε με τίποτα να ελέγξουμε, επιβραδύνοντας την ή επιταχύνοντας την ή ακόμη περισσότερο σταματώντας  την. 
    Για αυτό εγώ αν μου επιτρέπεται δεν θα ευχηθώ σε κανέναν Καλή Χρονιά ή Ευτυχές το Νέον Έτος ή Χρόνια Πολλά ή ότι άλλο λέμε συνήθως.

    Θα ήθελα  όμως με όσες δυνάμεις έχω μέσα μου να ευχηθώ σε όλες και σε όλους σας να έχετε μια καλή, όμορφη, δημιουργική  Διαδρομή στον Χρόνο με εξαίρετη υγεία για σας και τους αγαπημένους σας. 
Αυτές θα είναι συνέχεια οι ευχές μου!